Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ ἀντιλεγόμενα

См. также в других словарях:

  • ἀντιλεγόμενα — ἀντιλέγω speak against pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλεγομένας — ἀντιλεγομένᾱς , ἀντιλέγω speak against pres part mp fem acc pl ἀντιλεγομένᾱς , ἀντιλέγω speak against pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀντιλεγόμενα — ἀντιλεγόμενα , ἀντιλέγω speak against pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Библия — (с греч. τά βιβιλία книги) называется в христианской церкви собрание книг, написанных по вдохновению и откровению Св. Духа чрез освященных от Бога людей, называемых пророками и апостолами. Это название в самых свящ. книгах не встречается и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Antilegomena — Part of a series on The Bible …   Wikipedia

  • Библейский канон — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей …   Википедия

  • Антилегомен — (от греч. ἀντιλεγομένα, букв. «оспариваемые»)  каноническая книга Нового Завета, подлинность которой когда либо вызывала сомнение. Противопоставляется гомологумену  бесспорно канонической книге. К антилегоменам относят Послание Иакова,… …   Википедия

  • άρνηση — (Φιλοσ.).Φιλοσοφική θεώρηση που απέκτησε μαθηματική υπόσταση με τη δημιουργία της μαθηματικής λογικής στα μέσα του 19ου αι. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναφέρει για την ά. ότι «λόγος θεμελιακά είναι εκείνος που μπορεί να είναι αληθινός ή ψεύτικος,… …   Dictionary of Greek

  • αντιλέγω — (AM ἀντιλέγω) φέρνω αντίρρηση, αντικρούω αυτά που έχουν λεχθεί μσν. 1. δικαιολογούμαι 2. αντικρούω, αποκρούω εχθρική επίθεση 3. δυσανασχετώ αρχ. μσν. 1. αντιτίθεμαι 2. αμφισβητώ 3. αρνούμαι, απορρίπτω 4. απαντώ αρχ. μσν. τα αντιλεγόμενα 1.… …   Dictionary of Greek

  • αντιλογία — Η αντίρρηση, η αυθάδεια, το αντιμίλημα, αλλά και η αντίφαση, η συζήτηση, η εξέταση μιας υπόθεσης. (Φιλοσ.) Ο νόμος της α. ή αντίφασης, μαζί με τον νόμο της ταυτολογίας και τον νόμο του αποκλειόμενου τρίτου, αποτελούν τους τρεις απλούς νόμους της… …   Dictionary of Greek

  • Παναγιωτόπουλος, IM — (Ιωάννης Μιχαήλ, Aιτωλικό 1901 – Aθήνα 1982). Συγγραφέας και εκπαιδευτικός. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός και, αργότερα, διετέλεσε διευθυντής δικής του σχολής (Ελληνικό Εκπαιδευτήριο, Π. Ψυχικό).… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»